ψιλᾶς

From LSJ
Revision as of 07:05, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

German (Pape)

[Seite 1399] ὁ, Beiwort des Bacchus, unter dem er in Amyklä verehrt wurde, Paus. 5, 19; wahrscheinlich von ψιλός = λειογένειος, s. Lob. in Wolf's Anal. 3 p. 53 u. Phryn. 435.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλᾶς: ὁ, ἐπίθετον τοῦ Βάκχου, ὃ ἔφερε λατρευόμενος ἐν Ἀμύκλαις, Παυσ. 3. 19. 6, παρ’ ᾧ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πτερωτὸς (ἐκ τοῦ ψίλον Δωρ. ἀντὶ πτίλον)· ἀλλ’ ὁ Λοβ. (ἐν Wolf’s Anal. 353, Φρυνίχ. 435) λέγει ὅτι σημαίνει τὸν ἔχοντα λείαν καὶ ψιλὴν τὴν σιαγόνα, δηλ. ἀγένειον.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
προσωνυμία του Βάκχου στις Αμύκλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. του πτίλον + επίθημα -ᾶς του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. χεσᾶς)].
(II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «πέτρα, κράσπεδα».