χύσιμο
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
Greek Monolingual
το, Ν
1. χύση
2. εκσπερμάτιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυσ- του αορ. έ-χυσ-α του χύνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. βράσιμο)].
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
το, Ν
1. χύση
2. εκσπερμάτιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυσ- του αορ. έ-χυσ-α του χύνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. βράσιμο)].