ωδινολύτης
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως ονομασία ψαριού) αυτός που απαλλάσσει από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠδίς, -ῖνος + -λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμολύτης].