καταπροδίδω

From LSJ
Revision as of 11:01, 18 May 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

καταπροδίδω και καταπροδίνω και καταπροδώνωκαταπροδίδωμι)
1. προδίδω απροκαλύπτως, διαπράττω φανερή προδοσία («καταπρόδωσε την πατρίδα του»)
2. εγκαταλείπω κάποιον εντελώς στην τύχη του ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές.