εὖα
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
evoe, euhoe, ἐπιφημισμὸς ληναϊκὸς καὶ μυστικός, Hsch.
II for acc. sg. εὔαν, v. εὔας.
III εὐά· τράγου φωνῆς μίμημα Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 1054] ein Jubelruf, wie εἴα, bes. beim Bacchusfest u. bei den Mysterien gebraucht, ἐπευφημιασμὸς μυστικός, Hesych. – Bei Suid. εὐά als Nachahmung des Lautes des Ziegenbockes.
Greek (Liddell-Scott)
εὖα: ἐπιφώνημα παρακελευσματικόν, «εὖα· ἐπιφημισμὸς ληναϊκὸς καὶ μυστικός, καὶ ἔα» Ἡσύχ., πρβλ. εὐοῖ: - εὑὰ κατὰ Σουΐδ. «τράγου φωνῆς μίμημα».
Russian (Dvoretsky)
εὖα: interj. эва! (возглас ликования в честь Вакха; см. εὐάζω).