λάμπουρις

From LSJ
Revision as of 09:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάμπουρις Medium diacritics: λάμπουρις Low diacritics: λάμπουρις Capitals: ΛΑΜΠΟΥΡΙΣ
Transliteration A: lámpouris Transliteration B: lampouris Transliteration C: lampouris Beta Code: la/mpouris

English (LSJ)

ιδος, ἡ, (οὐρά)
A fox, A.Fr.433, Lyc.344, 1393 (on the accent v. EM474.4).
II v.l. for λαμπυρίς in Suid.s.v. πυριλαμπίς.

Russian (Dvoretsky)

λάμπουρις: ιδος ἡ светлохвостая, т. е. лиса Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

λάμπουρις: -ιδος, ἡ, (οὐρά), ἀλώπηξ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 397, πρβλ. Λυκόφρ. 344, 1393· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Μέγ. Ἐτυμ. 474. 4. ΙΙ. διάφ. γραφὴ ἀντὶ λαμπυρὶς παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. πυριλαμπίς.

Greek Monolingual

λάμπουρις, -ιδος, ἡ (Α)
1. η αλεπού
2. (δ. γρφ. του λαμπυρίς) η πυγολαμπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπρ-ουρις, με ανομοίωση, < λαμπρός + οὐρά.