ἱλᾶς
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
[ῑ], ᾶντος, ὁ,= εὐμενής, Hdn.Gr.2.657, cf. 318, al.: pl. ἱλᾶντες (ἰλάντες cod.) Hsch. (contr. fr. ἱλάεις -εντος, q.v.).
German (Pape)
[Seite 1250] ᾶντος, = εὐμενής, B. A. 1186.
Greek Monolingual
ἱλάς, -ᾱντος, ὁ (Α)
ευμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του ἱλάεις < θ. ἱλα- του ρ. ἱλά-σκομαι + κατάλ. -εις, (πρβλ. σκιάεις)].