Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
Full diacritics: πετηνις | Medium diacritics: πετηνίς | Low diacritics: πετηνίς | Capitals: ΠΕΤΗΝΙΣ |
Transliteration A: petēnís | Transliteration B: petēnis | Transliteration C: petinis | Beta Code: pethnis |
κόρις, Hsch. πετηνός, ή, όν, v. πετεινός. πετοῖσαι, = πεσοῦσαι, v. πίπτω.
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κόρις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ένταξη της λ. στην οικογένεια του πετάννυμι ή του πέτομαι παραμένει αμφίβολη (πρβλ. και πετηλίς)].