πετηνίς

From LSJ
Revision as of 09:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετηνις Medium diacritics: πετηνίς Low diacritics: πετηνίς Capitals: ΠΕΤΗΝΙΣ
Transliteration A: petēnís Transliteration B: petēnis Transliteration C: petinis Beta Code: pethnis

English (LSJ)

κόρις, Hsch. πετηνός, ή, όν, v. πετεινός. πετοῖσαι, = πεσοῦσαι, v. πίπτω.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κόρις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ένταξη της λ. στην οικογένεια του πετάννυμι ή του πέτομαι παραμένει αμφίβολη (πρβλ. και πετηλίς)].