κεκμηώς
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
ότος and ῶτος, Ep. pf. part. Act. of κάμνω. κέκνακεν· ὑπὸ κακῶν ἀπειρήκει, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ῶτος;
mais acc. pl. κεκμηότας;
part. pf. épq. de κάμνω.
Russian (Dvoretsky)
κεκμηώς: ῶτος эп. part. pf. к κάμνω.
Greek (Liddell-Scott)
κεκμηώς: ότος καὶ ῶτος, Ἐπικ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ κάμνω.
English (Autenrieth)
see κάμνω.
Greek Monolingual
κεκμηώς, -ότος και -ώτος (Α)
επικ. τ. μτχ. ενεργ. παρακμ. του κάμνω, αντί κεκμηκώς.