θελημάτιον
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
τό, Dim. of θέλημα, ἔσχατον θ. last will and testament, PLond.1.77.12 (vi A.D.).
Greek Monolingual
θελημάτιον, το (Α)
πάπ. (υποκορ. του θέλημα) μικρή επιθυμία («ἔσχατον θελημάτιον» — η τελευταία επιθυμία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέλημα, -τος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. βιβλίον, παιδίον)].