θελημάτιον
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
τό, Dim. of θέλημα, ἔσχατον θ. last will and testament, PLond.1.77.12 (vi A.D.).
Greek Monolingual
θελημάτιον, το (Α)
πάπ. (υποκορ. του θέλημα) μικρή επιθυμία («ἔσχατον θελημάτιον» — η τελευταία επιθυμία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέλημα, -τος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. βιβλίον, παιδίον)].