θελημάτιον
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
τό, Dim. of θέλημα, ἔσχατον θ. last will and testament, PLond.1.77.12 (vi A.D.).
Greek Monolingual
θελημάτιον, το (Α)
πάπ. (υποκορ. του θέλημα) μικρή επιθυμία («ἔσχατον θελημάτιον» — η τελευταία επιθυμία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέλημα, -τος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. βιβλίον, παιδίον)].