καμινευτικός

From LSJ
Revision as of 09:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμῑνευτικός Medium diacritics: καμινευτικός Low diacritics: καμινευτικός Capitals: ΚΑΜΙΝΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kamineutikós Transliteration B: kamineutikos Transliteration C: kamineftikos Beta Code: kamineutiko/s

English (LSJ)

καμινευτική, καμινευτικόν, of or for a furnace, Suid. s.v. κοδομήϊον.

German (Pape)

[Seite 1317] = καμινιαῖος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καμῑνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάμινον, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καμινευτικός, -ή, -όν) καμινεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμίνευση, αυτός που συντελεί στην τήξη τών μετάλλων.