μελανάγριος
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
English (LSJ)
ἄμπελος, vitis nigra agrestis, Glossaria: -άγριος, malva agrestis, ib.
Greek Monolingual
μελανάγριος, -ον (Α)
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ μελανάγριος
το ποώδες φυτό μαλάχη η αγρία
2. φρ. «μελανάγριος ἄμπελος» — είδος αμπέλου, η μαύρη άγρια άμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἄγριος.