κιστοειδής
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
κιστοειδές, shaped like a chest, Hsch.s.v. ὀγκίον.
German (Pape)
[Seite 1443] ές, kistenförmig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κιστοειδής: -ές, (κίστη) ἔχων τὸ σχῆμα κιβωτίου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ὀγκίον.
Greek Monolingual
-ές (Α κιστοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κίστης, αυτός που μοιάζει με κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + -ειδής (< εἶδος)].