ὀνήμων
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
ὀνήμον, gen. ονος, = ὀνήσιμος, of Hermes and Aphrodite, Cat. Cod.Astr.2.203.
Greek Monolingual
ὀνήμων, -ον (Α)
(ως προσωνυμία του Ερμού και της Αφροδίτης) ευεργετικός, χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνη- του ὀνίνημι + κατάλ. -ήμων (πρβλ. ελεήμων)].