ὀνήμων
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ὀνήμον, gen. ονος, = ὀνήσιμος, of Hermes and Aphrodite, Cat. Cod.Astr.2.203.
Greek Monolingual
ὀνήμων, -ον (Α)
(ως προσωνυμία του Ερμού και της Αφροδίτης) ευεργετικός, χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνη- του ὀνίνημι + κατάλ. -ήμων (πρβλ. ελεήμων)].