ἐπιανδάνω
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
v. ἐφανδάνω. ἐπιανέω· ἐπιτρέπω, Hsch.
German (Pape)
[Seite 927] für ἐφανδάνω, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἐφανδάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιανδάνω: эп. = ἐφανδάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιανδάνω: ποητ. ἀντὶ ἐφανδάνω, ὃ ἴδε.
English (Autenrieth)
(ϝανδάνω): be pleasing or acceptable to, please.
see ἐφανδάνω.
Greek Monolingual
ἐπιανδάνω (Α)
εφανδάνω, αρέσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανδάνω «δίνω ευχαρίστηση σε κάποιον»].
Greek Monotonic
ἐπιανδάνω: Επικ. αντί ἐφανδάνω.