γοργόφθαλμος
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
γοργόφθαλμον, = γοργωπός, Suid. s.v. γοργῶπις.
Spanish (DGE)
-ον
de mirada terrorífica de Atenea, Hdn.Epim.30, Sud.s.u. γοργῶπις, Zonar.p.447.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
γοργόφθαλμος: ον,= γοργωπός, Σουίδ. ἐν λ. γοργῶπις.
Greek Monolingual
γοργόφθαλμος, -ον (Α)
ο γοργωπός.