χραντός
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
χραντή, χραντόν, (χραίνω) stained, defiled, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1368] adj. verb. von χραίνω, auf der Oberstäche berührt, bestrichen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χραντός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ χραίνω, κεκηλιδωμένος, μεμολυσμένος, Γλωσσ., πρβλ. ἄχραντος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ χραίνω
μολυσμένος.