σαοσίμβροτος
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
σαοσίμβροτον,= σαόμβροτος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 861] Menschen rettend, erhaltend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σαοσίμβροτος: -ον, = σαόμβροτος, ἀμφίβολ. παρ’ Ἡσυχ. «σῴζων ἀνθρώπους».
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σαόμβροτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος (κατά τα σωσι-) + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μρατός, βλ. λ. βροτός), πρβλ. τερψίμβροτος].