παράλιμνος
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
παράλιμνον, lying by lakes or marshes, Plu.2.951f.
German (Pape)
[Seite 487] an Seen, Teichen, Sümpfen befindlich, Plut. pr. frig. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
voisin d'un lac.
Étymologie: παρά, λίμνη.
Russian (Dvoretsky)
παράλιμνος: находящийся у болота или на болоте (τῶν τόπων τὰ παράλιμνα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παράλιμνος: -ον, ὁ κείμενος πλησίον λίμνης, Πλούτ. 2. 951Ε.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται δίπλα σε λίμνη, παραλίμνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + λίμνη (πρβλ. εύλιμνος)].