κριθοφόρος

From LSJ
Revision as of 09:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑθοφόρος Medium diacritics: κριθοφόρος Low diacritics: κριθοφόρος Capitals: ΚΡΙΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: krithophóros Transliteration B: krithophoros Transliteration C: krithoforos Beta Code: kriqofo/ros

English (LSJ)

κριθοφόρον, bearing barley, Thphr.HP8.8.2, Str.8.6.16.

German (Pape)

[Seite 1509] Gerste tragend; κριθοφόρος ἀρίστη ἡ Ἀττική Theophr.; χώρα Strab. VIII, 375.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit de l'orge.
Étymologie: κριθή, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

κρῑθοφόρος: приносящий ячмень (χώρα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κρῑθοφόρος: -ον, ὁ φέρων, παράγων κριθάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 2, Στράβ. 375.

Greek Monolingual

ο (Α κριθοφόρος, -ον)
αυτός που παράγει κριθάρικριθοφόρος ἀρίστη ἡ Ἀττική», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + -φόρος (< φέρω), πρβλ. μηλοφόρος, οπωροφόρος.