σκληροποιός

From LSJ
Revision as of 09:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληροποιός Medium diacritics: σκληροποιός Low diacritics: σκληροποιός Capitals: ΣΚΛΗΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: sklēropoiós Transliteration B: sklēropoios Transliteration C: skliropoios Beta Code: sklhropoio/s

English (LSJ)

σκληροποιόν, making hard, hardening, Plu.2.953c.

German (Pape)

[Seite 901] hart machend, härtend, Plut. de primo trigido 18.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui rend dur, qui durcit.
Étymologie: σκληρός, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

σκληροποιός: делающий твердым (τὸ ψυχρόν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σκληροποιός: -όν, ὁ ποιῶν τι σκληρόν, ὁ σκληρύνων, Πλούτ. 2. 953C.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που σκληρύνει κάτι, που καθιστά σκληρό κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ποιός].