τενοντότρωτος
English (LSJ)
τενοντότρωτον, wounded in the tendons, Gal.13.575.
German (Pape)
[Seite 1091] an einer Sehne verwundet, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
τενοντότρωτος: -ον, τετρωμένος τὸν αὐχένα, Γαλην. 2. 346.
Greek Monolingual
-ον, Α
τραυματισμένος στους τένοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, -οντος + τρωτός (< τιτρώσκω), πρβλ. νευρότρωτος].