ἐλαιουργία

From LSJ
Revision as of 09:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιουργία Medium diacritics: ἐλαιουργία Low diacritics: ελαιουργία Capitals: ΕΛΑΙΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: elaiourgía Transliteration B: elaiourgia Transliteration C: elaiourgia Beta Code: e)laiourgi/a

English (LSJ)

ἡ, manufacture of oil, PFay.91.22 (i A.D.), etc.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
elaboración de aceite, PFay.91.22 (I d.C.), PRoss.Georg.2.18.236 (II d.C.), Sch.Pi.P.9.115b.

German (Pape)

[Seite 789] ἡ, Oelbereitung?

Greek Monolingual

η (AM ἐλαιουργία)
η παρασκευή λαδιού από ελιές ή άλλες ύλες
νεοελλ.
1. (γεωπ·) κλάδος της γεωπονικής που ασχολείται με την επιστημονική παρασκευή του λαδιού
2. η βιομηχανική κυρίως παρασκευή του λαδιού με τα διάφορα στάδιά της, όπως π.χ. η διύλιση, ο διαχωρισμός κατά ποιότητες, ο καθορισμός της οξύτητας κ.λπ.
3. γενικώς η παραγωγή λαδιού από ελαιόκαρπο ή άλλες φυτικές, ζωικές ή ορυκτές ύλες.