χλαμυρίς

From LSJ
Revision as of 09:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλαμυρίς Medium diacritics: χλαμυρίς Low diacritics: χλαμυρίς Capitals: ΧΛΑΜΥΡΙΣ
Transliteration A: chlamyrís Transliteration B: chlamyris Transliteration C: chlamyris Beta Code: xlamuri/s

English (LSJ)

= βρόμος (B), Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «πόα, ὁ κυρίως βρόμος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χλαμυρίς ανάγεται, κατά την πιθανότερη άποψη, στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ghel- της λ. χλόη και έχει σχηματιστεί από μια μορφή θ. σε -m- (πρβλ. και το ομόρριζο λιθουαν. želmuo «ρώμη, σφρίγος» [για φυτά]) και επίθημα -υρ-ίς (< κατάλ. -υρος, πρβλ. γλαφυρός). Στην ίδια μορφή ρίζας, αλλά με διαφορετικό φωνηεντισμό, ανάγεται και ο τ. του Ησύχ. χλεμυράνo χλοανθοῦσαν, καθώς και ο τ. χλεμερόν
χλιαρόν, θερμόν, ο οποίος εμφανίζει διαφορετικό επίθημα -ερός (πρβλ. τρυφερός) και απέχει και σημασιολογικά (για τις μορφές της ρίζας βλ. λ. χλόη)].