μάμμος

From LSJ
Revision as of 09:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάμμος Medium diacritics: μάμμος Low diacritics: μάμμος Capitals: ΜΑΜΜΟΣ
Transliteration A: mámmos Transliteration B: mammos Transliteration C: mammos Beta Code: ma/mmos

English (LSJ)

οἰκέτης, Hsch.

German (Pape)

[Seite 91] ὁ, erkl. Hesych. οἰκέτης.

Greek (Liddell-Scott)

μάμμος: «οἰκέτης» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
ο
μαιευτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαμμή «μαία», με αλλαγή γένους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].
(II)
μάμμος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκέτης».