πρώσας
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
πρῶσον, πρῶσις, v. προωθέω, πρόωσις.
German (Pape)
[Seite 804] zsgzgn für προῶσαι u. προώσας. S. προωθέω.
French (Bailly abrégé)
contr. p. προώσας, part. ao. de προωθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρώσας ptc. aor. act. van προωθέω.
Russian (Dvoretsky)
πρώσας: (= προώσας) part. aor. к προωθέω.
Greek (Liddell-Scott)
πρώσας: πρῶσον, πρῶσις, ἴδε ἐν λ. προωθέω, πρόωσις.
Greek Monotonic
πρώσας: συνηρ. από το προώσας, μτχ. αορ. αʹ του προωθέω.