προμιμνήσκω
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
remind beforehand, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 734] (s. μιμνήσκω), vorher erinnern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προμιμνήσκω: ὑπομιμνήσκω προηγουμένως, Γλωσσ.
Greek Monolingual
Α
υπενθυμίζω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + μιμνήσκω «υπενθυμίζω»].