περητός
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
περητή, περητόν, Ion. for περατός.
German (Pape)
[Seite 564] ion. statt περατός, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. περατός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περητός -ή -όν Ion. voor περᾱτός.
Russian (Dvoretsky)
περητός: ион. = περατός.
Greek (Liddell-Scott)
περητός: -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ περᾱτός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
ιων. τ. βλ. περατός.
Greek Monotonic
περητός: -ή, -όν, Ιων. αντί περᾱτός.