κατακήομεν
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
v. κατακαίω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. sbj. prés. épq. de κατακαίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατακήομεν ep. aor. pass. conj. 1 plur. van κατακάω.
Russian (Dvoretsky)
κατακήομεν: эп. (= κατακήωμεν) 1 л. pl. conjct. к κατακαίω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακήομεν: ἴδε κατακάω.
Greek Monotonic
κατακήομεν: Επικ. αντί -κήωμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του κατακαίω.