προσφάσθαι
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
v. πρόσφημι.
French (Bailly abrégé)
v. πρόσφημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-φάσθαι inf. med. van πρόσφημι.
Russian (Dvoretsky)
προσφάσθαι: эп. inf. aor. 2 med. к πρόσφημι.
Greek (Liddell-Scott)
προσφάσθαι: ἀπαρ. μέσ. ἐκ τοῦ πρόσφημι, Ὀδ. Ψ. 106.
English (Autenrieth)
see πρόσφημι.
Greek Monotonic
προσφάσθαι: απαρ. Μέσ. ενεστ. ή αορ. βʹ του πρόσφημι.