κάλλαϊς

From LSJ
Revision as of 09:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλαϊς Medium diacritics: κάλλαϊς Low diacritics: κάλλαϊς Capitals: ΚΑΛΛΑΪΣ
Transliteration A: kállaïs Transliteration B: kallais Transliteration C: kallais Beta Code: ka/llai+s

English (LSJ)

v. κάλαϊς.

French (Bailly abrégé)

c. κάλαϊς.

Greek Monolingual

και κάλαϊς, η (Α κάλλαϊς και κάλαϊς)
πολύτιμος λίθος γλαυκοπράσινου χρώματος
νεοελλ.
(ορυκτ.) ορυκτό άμορφο με χρώμα γαλάζιο ή πράσινο, κν. περουζές
αρχ.
κόκορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλάινος].

Frisk Etymological English

-ιδος
Grammatical information: f.
Meaning: blue-green stone, turquoise (Plin.)
See also: s. καλάϊνος.

Frisk Etymology German

κάλλαϊς: -ιδος
{kállaïs}
Grammar: f.
Meaning: blaugrüner Stein, Türkis (Plin.)
See also: s. καλάϊνος.
Page 1,764

German (Pape)

s. κάλαϊς.