ἀπαμφιάζω
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
English (LSJ)
A take off a garment, doff it, Plu.2.406d, Ph.2.393: metaph., γαῖαν AP7.49 (Bianor); ἀπαμφιάσαντες τὴν ψυχήν Them. Or.21.249d:—Med., ἀπαμφιάσασθαι τὰ περίαπτα Ph.1.288: metaph., lay bare, reveal, τὰ κεκρυμμένα Id.2.310:—Pass., γυμνὴ καὶ ἀπημφιασμένη ἀλήθεια Id.1.362.
2 strip off, βῶλον AP7.76 (Diosc.):—hence substantive ἀπαμφίασις, εως, ἡ, putting off, dub. in J.AJ19.2.5.
Spanish (DGE)
I 1quitarse, despojarse de τὴν ἐσθῆτα Ph.2.393, ξυστίδας μαλακάς Plu.2.406d
•en v. med. desnudarse, desembarazarse de τὰ περίαπτα Ph.1.288.
2 fig. desvelar τὰ κεκρυμμένα Ph.2.310
•en v. pas. γυμνὴ καὶ ἀπημφιασμένη ἀλήθεια Ph.1.362.
II arrebatar τἀνδρὸς τὴν ὀλίγην βῶλον de una tumba AP 7.76 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 277] eine Hülle abnehmen, ausziehen, ξυστίδας ἀπημφίαζε Plut. Pyth. or. 24.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀπημφίαζον, ao. ἀπημφίασα;
dévêtir, dépouiller, acc..
Étymologie: ἀπό, ἀμφιάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαμφιάζω:
1 снимать (ξυστίδας Plut.);
2 смывать (τὸν βῶλον ὕδατι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαμφιάζω: ἀπεκδύω, ἀπογυμνῶ, ἀφαιρῶ τὸ περιβάλλον ἢ τὸ περικοσμοῦν, Πλούτ. 2. 406D. ― Μέσ., ἀπαμφιασάμενοι τὰ περίαπτα γυμνὴν ἐπιδείκνυνται τὴν ὑπόκρισιν Φίλων 1. 288. ἀπαμφιάζου πενθικὴν ἀμορφίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 8. 795. μεταφ., γυμνὴ καὶ ἀπημφιασμένη ἀλήθεια Φίλων 1. 263· ἀπαμφιάσαι γυμνὴν τὴν ψυχὴν Θεμίστ. 249D: ― Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπαμφιασμός, Κορνοῦτος π. Θε. Φύσ. 30· ― καὶ -ασις, ἢ -εσις, ἡ, Διονύσ. Ἀρ., Κύριλλ.
Greek Monolingual
ἀπαμφιάζω (Α)
1. (για ενδύματα) βγάζω, αποβάλλω
2. μτφ. απογυμνώνω
3. μέσ. μτφ. αποκαλύπτω, φανερώνω.