ἐγκοίλιος

From LSJ
Revision as of 10:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκοίλιος Medium diacritics: ἐγκοίλιος Low diacritics: εγκοίλιος Capitals: ΕΓΚΟΙΛΙΟΣ
Transliteration A: enkoílios Transliteration B: enkoilios Transliteration C: egkoilios Beta Code: e)gkoi/lios

English (LSJ)

ἐγκοίλιον, (κοιλία)
A in the belly:—as substantive, ἐγκοίλια, τά (sg. -ιον D.S.1.35).
1 intestines, Id.1.91, SIG958.13 (Ceos), LXX Le.1.9.
2 ribs of a ship, belly-timbers, Thphr. HP 4.2.8, Moschioap.Ath.5.206f.
II flat-bellied, Cat.Cod.Astr.7.202.

Spanish (DGE)

-ον
I hundido prob. de los ojos Cat.Cod.Astr.7.202.8.
II subst. τό, τά ἐ.
1 intestinos LXX Le.1.9, 13, Ph.1.115, IG 12(5).647.13 (Ceos III a.C.)
entrañas, vísceras καθαίρει τῶν ἐγκοιλίων ἕκαστον en el proceso de momificación egipcia, D.S.1.91.
2 náut. cuadernas Onesicritus 12, Moschio Hist.1.2, Thphr.HP 4.2.8, Poll.2.212, PFlor.69.15 (III d.C.) en BL 9.84.

German (Pape)

[Seite 708] im Bauche, τὰ ἐγκοίλια, die Eingeweide, Därme, ἐνιδρυμένα ταῖς πλευραῖς σπλάγχνα Poll. 2, 181; D. Sic. 1, 35. 91. – Beim Schiffe = die Rippen im Schiffsbauche, Theophr., Ath. V, 206 f.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est dans le ventre ; τὰ ἐγκοίλια AR intérieur d'un vaisseau, cale.
Étymologie: ἐν, κοιλία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκοίλιος: -ον, (κοιλία) ὁ ἐν τῇ κοιλίᾳ ὤν: ‒ ὡς οὐσιαστ., ἐγκοίλια, τά, 1) τὰ ἐντόσθια, Διόδ. 1. 35, 91, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 13. 2) αἱ πλευραὶ τοῦ κύτους πλοίου, Λατ. interamenta navium, Θεοφρ. Ἱστ. 4. 2, 8, Ἀθήν. 206F.

Greek Monolingual

-ο (AM ἐγκοίλιος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται μέσα στην κοιλιά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εγκοίλια
(για πλοία) τα εγκάρσια ξύλα της κοιλιάς του πλοίου, οι πλευρές, νομείς
αρχ.
εντόσθια.