ἰόομαι
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
Pass., (ἰός c)
A become or be rusty, Arist.Col.793b6, Thphr. Char.10.14, Dsc.5.78, Antig.Mir.151.
2 become acrid, embittered, Hsch.:—Act. ἰόω, only late, rust, ὁ σίδηρος μᾶλλον ἰοῖ Olymp.in Mete. 266.26, cf. 270.14; convert into ἰός, Zos.Alch.pp.148,238B.
Greek (Liddell-Scott)
ἰόομαι: ῑ, Παθ. (ἰὸς ΙΙ) γίνομαι ἰώδης, πληροῦμαι ἰοῦ, σκωρίας, σκωριάζω, Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 8, Θεοφρ. Χαρακτ. 10, Διοσκ. 5. 89, κ. ἀλλ.
Russian (Dvoretsky)
ἰόομαι: ἰός III] покрываться ржавчиной, ржаветь (τὰ ἰωμένα χαλκεῖα Arst.).