πολυγόνατος

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγόνᾰτος Medium diacritics: πολυγόνατος Low diacritics: πολυγόνατος Capitals: ΠΟΛΥΓΟΝΑΤΟΣ
Transliteration A: polygónatos Transliteration B: polygonatos Transliteration C: polygonatos Beta Code: polugo/natos

English (LSJ)

πολυγόνατον,
A having many joints, Dsc.1.14, al.
II Subst. πολυγόνατον, τό, sealwort, Polygonatum multiflorum, Id.4.6.
2 = λευκάκανθα 2, Id.3.19, Plin.HN22.40.
3 = πολύγονον ἄρρεν, Ps.-Dsc.4.4.
4 = πολύκνημον, Dsc.3.94.

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το πολυγόνατο(ν)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη, οικογένεια λιλιίδες
αρχ.
1. (για φυτό) αυτό που έχει πολλά γόνατα, πολλούς κόμβους
2. το ουδ. ως ουσ. α) το φυτό λευκάκανθα
γ) το φυτό πολύκνημο
δ) το φυτό πολύγονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γόνατος (< γόνυ, γόνατος «κόμβος»), πρβλ. ολιγο-γόνατος. Τη λ. δανείστηκαν και ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. polygonatum].