φελλάτας

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φελλάτᾱς Medium diacritics: φελλάτας Low diacritics: φελλάτας Capitals: ΦΕΛΛΑΤΑΣ
Transliteration A: phellátas Transliteration B: phellatas Transliteration C: fellatas Beta Code: fella/tas

English (LSJ)

[λᾱ] λίθος, gen. α Polem.Hist.73, ὁ:—a kind of stone, of which statues were made, Polem.Hist. l.c., Hsch.; also φελλεάτας, called Dor. and expld. by κισσηρώδεις λίθοι in Sch.Ar.Nu.71 (φελλέτας, Suid.); prob. the same as pilates and pelastes cited (acc. to codd.) fr. Cato by Fest.p.268L. (cf. φελλεύς)

German (Pape)

[Seite 1260] ὁ, λίθος, eine unbekannte Steinart, aus der Bildsäulen gemacht wurden, auch φελλέτας und φελλάντας geschrieben; wahrscheinlich eine sehr poröse Steinart, wie Bimsstein, wenigstens nennt ihn Harpocr. λίθος κισσηρώδης; nach Hesych. hatte er seinen Namen von der attischen Berggegend Φελλεύς, wo er gefunden wurde.

Greek (Liddell-Scott)

φελλάτας: λίθος, ὁ, εἶδος λίθου ἐξ οὗ κατεσκευάζοντο ἀγάλματα, Κλήμ. Ἀλεξανδρ. 42· lapis pellates παρὰ Κάτωνι· φέρεται φελλεάτας παρὰ τῷ Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 75, φελλέτας παρὰ τῷ Σουΐδ. (Πρβλ. φελλεύς.)

Greek Monolingual

και φελλάντας και φελλέτας και φελλεάτας, ὁ, Α
(ενν. λίθος) είδος λίθου ο οποίος χρησίμευε στην κατασκευή αγαλμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. είδους λίθου, η οποία εμφανίζει ποικιλία δυσερμήνευτων μορφών (φελλάτας, φελλάντας, φελλέτας, φελλεάτας) και αποτελεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, δωρ. τ., πιθ. από την περιοχή της Σικελίας, άποψη που ενισχύεται και από την προέλευση της πέτρας αυτής από την περιοχή τών Νήσων του Αιόλου, που βρίσκονται βόρεια της Σικελίας. Η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα είδος ελαφρόπετρας, γεγονός που οδηγεί στη σύνδεση της με τη λ. φελλός. Αρχικός τ. είναι πιθ. ο τ. φελλ-έτᾱς με επίθημα -έ-της (πρβλ. γαμ-έτης: γάμος, οἰκ-έτης: οἶκος, βλ. και λ. -της). Η σύνδεση του τ. με τη λ. πέλλα (ΙΙ) «λίθος» δεν θεωρείται πιθανή].