τίλμα

From LSJ
Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίλμα Medium diacritics: τίλμα Low diacritics: τίλμα Capitals: ΤΙΛΜΑ
Transliteration A: tílma Transliteration B: tilma Transliteration C: tilma Beta Code: ti/lma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A anything pulled or shredded, lint, Hp.Decent.8, Heraclid.Tarent. ap. Gal.12.957.
II anything that can be pulled or plucked, Plu.2.48b.
III = τίλσις, Herod.2.69 (pl.).
IV in later Medic. language, τίλματα sprains, Gal.18(1).682.

German (Pape)

[Seite 1114] τό, das Gerupfte, bes. zerrupfte Leinwand, Charpie, Sp. – Bei den Aerzten auch die Zuckungen der Muskeln, die früher σπάσματα hießen.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
poil épilé.
Étymologie: τίλλω.

Russian (Dvoretsky)

τίλμα: ατος τό τίλλω клок: τίλματα τίλλειν Plut. рвать в клочья.

Greek (Liddell-Scott)

τίλμα: τό, πᾶν ὅ,τι ἀπετίλθη ἢ ἀπεσπάσθη, μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 24. 15, Γαλην. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι δύναται νὰ ἀποσπασθῇ ἢ μαδηθῇ, Πλούτ. 2. 48Β. ΙΙΙ. = τίλσις, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ. IV. παρὰ μεταγεν. ἰατρ. τίλματα = σπάσματα. Γαλην., κλπ.· ἴδε Foës. Oec.

Greek Monolingual

το, ΝΑ τίλλω
μοτός, ξαντό
νεοελλ.
στουπί από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως γάζα σε περιπτώσεις τραυματισμών
αρχ.
1. τίλση
2. καθετί που μπορεί να αποσπαστεί ή να μαδηθεί
3. στον πληθ. τὰ τίλματα- ιατρ. διαστρέμματα.