Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεωποίης

From LSJ
Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωποίης Medium diacritics: νεωποίης Low diacritics: νεωποίης Capitals: ΝΕΩΠΟΙΗΣ
Transliteration A: neōpoíēs Transliteration B: neōpoiēs Transliteration C: neopoiis Beta Code: newpoi/hs

English (LSJ)

νεωποίου, ὁ, official in charge of the temple-fabric, οἱ ν. τῶν θεῶν SIG46.6 (Halic., v B.C.), cf. 353.1 (Ephesus, iv B.C.), etc.:—also νεωπόης, Inscr.Prien.195.4 (iii/ii B.C.), 174.31 (ii B.C.); νεοποίης, Supp.Epigr.1.395 (Samos, i A.D.), Ephes.2 No.83: Dor. νᾱποίας SIG 1023.33, al. (Cos); νᾱπόας IGRom.4.1097, 1098, SIG793 (ibid., i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

νεωποίης: -ου, ὁ, ἄρχων τις ἐν Ἀσιατικαῖς πόλεσιν, ὅστις πολλάκις εἶχε τὴν ἐπιμέλειαν τῶν ἱερῶν οἰκοδομῶν, Λατ. aedilis, (πρβλ. νεωκόρος), Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 1., 2671. 25., 2749, κτλ.· ὡσαύτως νεωποιός, 2824, 17, 2848. καὶ νεοποιός, 2785, κτλ.· ― ἐντεῦθεν νεωποιέω ὑπηρετῶ ὡς νεωποιός, 2930, 2956, 2985, κτλ., πρβλ. Πολυδ. Α΄, 11.

Greek Monolingual

νεωποίης και νεωπόης και νεοποίης και δωρ. τ. ναποίας και ναπόας, ὁ (Α)
υπάλληλος στις μικρασιατικές πόλεις ο οποίος είχε την επιμέλεια τών ιερών οικοδομημάτων («οἱ νεωποῖαι τών θεών», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του νεωποιός (πρβλ. τα συνθ. σε -αρχος / -άρχης)].

German (Pape)

ὁ, eine Obrigkeit, die wahrscheinlich den Bau und die Erhaltung der Tempel zu besorgen hatte, Inscr.