βούτης
English (LSJ)
βούτου, Dor. βούτας α, ὁ, (βοῦς)
A herdsman, A.Pr.568 (lyr.), E.Andr.280 (lyr.), Theoc.1.80, AP6.255 (Eryc.), etc.:—as Adj., βούτης φόνος = the slaughter of kine, E.Hipp.537.
II = ὀρίγανος (Cydonia), Hsch.
Spanish (DGE)
ἡ
recipiente en forma de cono truncado, Hero Stereom.1.52, cf. βούττις.
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. βούτας A.Pr.568, E.Hec.646, Hipp.537
• Morfología: [gen. βούτεω AP 6.255 (Eryc.)]
I 1 boyero, pastor τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν A.l.c., ἀνὴρ βούτας E.l.c., cf. Theoc.1.80, AP 6.255 (Eryc.), Hsch.
2 sacrificador en las Bufonias, Hsch.
3 bot. orégano entre los cidonios, Hsch.
4 βούτας· βοσκήματα Hsch.
II adj. de ganado βούταν φόνον = sacrificio de ganado E.Hipp.l.c., στάθμους ἔπι βούτας = junto a los establos E.Andr.280.
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, der Ochsenhirt, Tragg., z. B. Aesch. Prom. 569; Eur. Hec. 646; Theocr. βώτας, z. B. 1, 80. – Adj. φόνος, Rindermord, Eur. Hipp. 537, = ἑκατόμβη.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui concerne les bœufs, de bœuf ; ὁ βούτης bouvier.
Étymologie: βοῦς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
βούτης: ου adj. m бычачий: β. φόνος Eur. = ἑκατόμβη.
ου, дор. βούτᾱς, v.l. βώτᾱς, α ὁ волопас, пастух Aesch., Eur., Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
βούτης: -ου, Δωρ. βούτας ἢ (παρὰ Θεοκρ.) βώτας, α, ὁ, (βοῦς) βουκόλος, Αἰσχύλ. Πρ. 569, Ἀγ. 719, Εὐρ. Ἀνδρ. 280, Θεόκρ. 1. 80, κτλ.· - ὡς ἐπίθ., βούτ. φόνος, σφαγὴ βοῶν, Εὐρ. Ἱππ. 537.
Greek Monolingual
βούτης, ο και δωρ. τ. βούτας και βώτας, ο (Α) βους
1. ο βουκόλος
2. ως επίθ. φρ. «βούταν φόνον» — θυσίες βοδιών.
Greek Monotonic
βούτης: -ου, Δωρ. βούτας ή βώτας, -α, ὁ (βοῦς),
I. βοσκός, αγελαδάρης, σε Αισχύλ., Ευρ., Θεόκρ.
II. ως επίθ., βούτης φόνος, η σφαγή των βοδιών, των αγελάδων, σε Ευρ.
Middle Liddell
βοῦς
I. a herdsman, Aesch., Eur., Theocr.
II. as adj., βούτ. φόνος the slaughter of kine, Eur.