ἐπιτάξ

From LSJ
Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτάξ Medium diacritics: ἐπιτάξ Low diacritics: επιτάξ Capitals: ΕΠΙΤΑΞ
Transliteration A: epitáx Transliteration B: epitax Transliteration C: epitaks Beta Code: e)pita/c

English (LSJ)

Adv., (ἐπιτάσσω)
A in a row, Arat.380.
II = συντόμως, Com.Adesp.1296; forthwith, straightway, cj. in E.Fr.292.2.
III by command or by pre-arrangement, Call.Aet.1.1.9, dub. in Iamb.1.239. (Cf. ἐπιπάξ.)

German (Pape)

[Seite 989] in einer Reihe hinter einander geordnet, ἐπιτὰξ ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος Arat. Phaen. 380. – Nach VLL. ἡ ἐπιτὰξ ὁδός = σύντομος, s. E. M. 365, 25.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτάξ: adv. один за другим, подряд Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτάξ: Ἐπίρρ. (ἐπιτάσσω) κατὰ σειράν, ὡς τὸ ἐφεξῆς, Εὐρ. Ἀποσπ. 294, Ἄρατ. 380, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 327. ΙΙ. = συντόμως, Κωμ. Ἀνών. 71.

Greek Monolingual

ἐπιτάξ (Α) επιτάσσω επίρρ.
1. κατά σειράἐπιτάξ, ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος (ἀστήρ)», Άρατος)
2. αμέσως, παρευθύς («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῦτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», Ευρ.)
3. σύντομα, σε σύντομο χρόνο
4. με διαταγή ή προσυμφωνία.