ἀνείκαστος

From LSJ
Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνείκαστος Medium diacritics: ἀνείκαστος Low diacritics: ανείκαστος Capitals: ΑΝΕΙΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: aneíkastos Transliteration B: aneikastos Transliteration C: aneikastos Beta Code: a)nei/kastos

English (LSJ)

ἀνείκαστον,
A unattainable by conjecture, immense, βοή LXX 3 Ma. 1.28; πλῆθος Ps.-Callisth.3.20; incomparable, στρατιώτης Polem. Call.50; f.l. for ἀνήκεστος, D.8.46.
II incapable of artistic representation, D.Chr.12.59.

Spanish (DGE)

-ον
1 inmenso, βοή LXX 3Ma.1.28, πλῆθος Ps.Callisth.3.205Γ, de Cristo ἀ. ἡ κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοῦ Κυρίου ὑπεροχή Procop.Gaz.M.87.1872B
extraordinario, sin igual κύριος Hermapio 1, στρατιώτης Polem.Call.50.
2 que no se puede representar τὸ ἕν Gr.Naz.M.36.44A
subst. τὸ ἀ. καὶ ἀφανές D.Chr.12.59.

German (Pape)

[Seite 220] nicht bildlich darzustellen, Sp., ὕβρις D. Hal. 4, 66, jede Vorstellung überbietend, v.l. ἀνήκεστος; auch = nicht zu errathen, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείκαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ ἢ εἴπῃ δι’ εἰκασίας, ἄπειρος, Ἐκκλ. - «ὁ εἰκασμῷ τινι μὴ ὑποβαλλόμενος» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνείκαστος, -ον)
εικάζω
νεοελλ.
1. ανεπάντεχος
2. ανεξιχνίαστος
αρχ.
1. αυτός που ξεπερνά κάθε εικασία, υπερβολικός
2. ακατάληπτος, ακαταμέτρητος.