κατάπηξ
From LSJ
English (LSJ)
πηγος, ὁ, ἡ,
A fixed in the ground, EM194.24.
II as substantive καταπήξ, πῆγος, ὁ, pivot of door-post, J.BJ6.5.3; post, PPetr. 3p.121 (iii B. C.), Apollod.Poliorc.189.9, Sm.Jb.38.6.
2 graft, Gp.10.65.2.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπηξ: -ηγος, ὁ, ἡ, ἐμπεπηγμένος εἰς τὸ ἔδαφος, Ἐτυμολ. Μέγ. 194. 24. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. καταπήξ, -ῆγος, ὁ, πάσσαλος, ὅστις καταπήγνυται εἰς τὴν γῆν (παλοῦκι), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 5, 3 (πρβλ. σταυρός)·- «τὰ πηγνύμενα ἐν τοῖς ὕδασι ξύλα, ἐφ’ ὧν ἔδει συνέχεσθαι τὰ ἐπὶ τοῦ ῥεύματος καθιέμενα»· Σουΐδ.- εἶδος σύρτου, ἐπιβλής, «πύλη μοχλοῖς σιδηροδέτοις καταπῆγας ἔχουσα βαθυτάτους» Ἡσύχ. 2) ἐγκέντρισμα, «μπόλι» (= ἐπίπηξ), Γεωπ. 10. 65, 2.- Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 279.