καταπήξ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
German (Pape)
[Seite 1369] ῆγος, ὁ, in die Erde eingeschlagener Pflock, Pfosten u. dgl., Sp., wie Ios.; – das Pfropfreis, Geopon. – Auch κατάπηξ accentuirt, adjectivisch, E. M. 194, 24; vgl. Lob. Phryn. 611.
Greek Monolingual
καταπήξ, -ῆγος, ὁ (AM, Μ και κατάπηξ, -ηγος, ὁ, ἡ)
μσν.
1. εγκέντρισμα, μπόλι
2. ως επίθ. μπηγμένος στο έδαφος
αρχ.
1. πάσσαλος, παλούκι μπηγμένο στη γη
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὰ πηγνύμενα ἐν τοῖς ὕδασι ξύλα, ἐφ ὧν ἔδει συνέχεσθαι τὰ ἐπὶ τοῦ ρεύματος καθιέμενα»
3. είδος σιδερένιου σύρτη ή μοχλού πύλης («πύλη μοχλοῖς σιδηροδέτοις καταπῆγας ἔχουσα βαθυτάτους», Ησύχ.)
4. στρ. θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. κρυσταλλο-πήξ. Ως επίθ. εμφανίζει αναβιβασμό του τόνου].