ἐπίπηξ

From LSJ

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπηξ Medium diacritics: ἐπίπηξ Low diacritics: επίπηξ Capitals: ΕΠΙΠΗΞ
Transliteration A: epípēx Transliteration B: epipēx Transliteration C: epipiks Beta Code: e)pi/phc

English (LSJ)

πηγος, ὁ,
A = ἐπίπηγμα, Apollod.Poliorc.188.4.
2. graft, Gp.4.12.8.

German (Pape)

[Seite 969] ηγος, ὁ, = ἐπίπηγμα, Mathem.; Pfropfreis, Geop.; vgl. Lob. paralip. 279.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπηξ: ὁ, = ἐπίπηγμα, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. 40· κλὼν πρὸς ἐγκεντρισμόν, ἔνθεμα, Γεωπ. 4. 12, 8.

Greek Monolingual

ἐπίπηξ, ὁ (AM)
μσν.
κλαδί που θα εγκεντρισθεί, θα μπολιασθεί κάπου, το μπόλι
αρχ.
το επίπηγμα.