συνεπείγω
English (LSJ)
A help to urge on, ἐπὶ τὸ κάκιον Hp.Epid.1.8; ἐς τὸν κίνδυνον Aret.CA1.4: abs., ib.10, etc.: intr., hasten on, ib.2.2:—Pass., in same sense, ib.1.10.
II συνεπείγεσθαί τινι increase or grow with, Ael.NA14.23.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπείγω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπείγω, προτρέπω, παρορμῶ εἴς τι, ἐπὶ τὸ κάλλιον Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 946· ἐς τὸν κίνδυνον Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· ἀπολ., αὐτόθι 10, κτλ.· καὶ ἀμεταβ., σπεύδω πρός τι, αὐτόθι 2. 2. ― Παθητ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, αὐτόθι 1. 10. ΙΙ. συνεπείγεσθαί τινι, συναύξεσθαι μετά τινος, Αἰλ. περὶ Ζ. 14. 23.
Greek Monolingual
Α
1. προτρέπω, παρορμώ σε κάτι από κοινού με κάποιον
2. (ενεργ. και παθ.) σπεύδω, τρέχω προς κάτι
3. μέσ. συνεπείγομαι
αυξάνομαι μαζί με άλλον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επείγω mee voortdrijven of voortjagen:. σ. ἐπὶ τὸ κάκιον bijdragen tot een verslechtering van de toestand Hp. Epid. 1.8.
German (Pape)
mit drängen, treiben; pass., Ael. H.A. 14.23, mitzunehmen.