συνεπείγω

From LSJ
Revision as of 10:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπείγω Medium diacritics: συνεπείγω Low diacritics: συνεπείγω Capitals: ΣΥΝΕΠΕΙΓΩ
Transliteration A: synepeígō Transliteration B: synepeigō Transliteration C: synepeigo Beta Code: sunepei/gw

English (LSJ)

A help to urge on, ἐπὶ τὸ κάκιον Hp.Epid.1.8; ἐς τὸν κίνδυνον Aret.CA1.4: abs., ib.10, etc.: intr., hasten on, ib.2.2:—Pass., in same sense, ib.1.10.
II συνεπείγεσθαί τινι increase or grow with, Ael.NA14.23.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπείγω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπείγω, προτρέπω, παρορμῶ εἴς τι, ἐπὶ τὸ κάλλιον Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 946· ἐς τὸν κίνδυνον Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· ἀπολ., αὐτόθι 10, κτλ.· καὶ ἀμεταβ., σπεύδω πρός τι, αὐτόθι 2. 2. ― Παθητ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, αὐτόθι 1. 10. ΙΙ. συνεπείγεσθαί τινι, συναύξεσθαι μετά τινος, Αἰλ. περὶ Ζ. 14. 23.

Greek Monolingual

Α
1. προτρέπω, παρορμώ σε κάτι από κοινού με κάποιον
2. (ενεργ. και παθ.) σπεύδω, τρέχω προς κάτι
3. μέσ. συνεπείγομαι
αυξάνομαι μαζί με άλλον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επείγω mee voortdrijven of voortjagen:. σ. ἐπὶ τὸ κάκιον bijdragen tot een verslechtering van de toestand Hp. Epid. 1.8.

German (Pape)

mit drängen, treiben; pass., Ael. H.A. 14.23, mitzunehmen.