φυλλώδης
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
φυλλώδες,
A like leaves, Thphr. HP 1.13.1; σπέρμα Dsc.3.80.
2 belonging to leaves, δυνάμεις Thphr. HP 9.8.1.
II having petalled flowers, ib.7.8.3.
German (Pape)
[Seite 1315] ες, blattähnlich, blätterreich, laubreich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φυλλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς φύλλα, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 1, κλπ. ΙΙ. ἔχων ἄφθονα φύλλα, αὐτόθι 7. 8, 3.
Greek Monolingual
φυλλώδης, -ῶδες, ΝΑ φύλλον
πυκνόφυλλος
νεοελλ.
φρ. α) «φυλλώδη λαχανικά»
(γεωπ.) τα λαχανικά τών οποίων τα φύλλα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος ως τροφή
β) «φυλλώδη φυτά»
(γεωπ.) τα φυτά που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά εσωτερικών χώρων για το φύλλωμά τους
αρχ.
1. αυτός που έχει σχήμα φύλλου
2. (για άνθος) αυτός που έχει πολλά πέταλα.