τάραξις

Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ,
A = ταραγμός, confusion, τοῦ βίου Ar.Th.137, cf. Ael.NA9.49.
II Medic., disorder of the bowels, Hp.Hum.1.
2 irritation of the eye, Gal.14.768, Aët.7.3, Paul.Aeg.3.22.

German (Pape)

[Seite 1070] ἡ, = ταραγμός, τοῦ βίου, Ar. Th. 137; – bei den Aerzten eine Augenkrankheit.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
agitation, trouble.
Étymologie: ταράσσω.

Russian (Dvoretsky)

τάραξις: εως ἡ смятение, суматоха (τοῦ βίου Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τάραξις: [ᾰ], ἡ, = ταραγμός, σύγχυσις, τοῦ βίου Ἀριστοφάν. Θεσμ. 137, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 9. 49. ΙΙ. ἐν τῇ Ἰατρικῇ, διατάραξις ἢ ἀταξία τῶν ἐντέρων, Ἱππ. 47. 18. 2) φλεγμονὴ τῶν ὀφθαλμῶν, Γαλην. τ. 2, σ. 389, 390, Παῦλ. Αἰγ. 3, 22.

Greek Monolingual

-άξεως, ἡ, ΜΑ
βλ. τάραξη.

English (Woodhouse)

disorder