τάραξη

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

η / τάραξις, -εως, ΝΜΑ ταράσσω
σύγχυση, ψυχική ταραχή, αναστάτωση («ποιεῖν τινα δοκεῖ ζέσιν ἐν ἀρχῇ καὶ τάραξιν ὁ ἔρως», Πλούτ.)
αρχ.
1. ιατρ. εντερική διαταραχή
2. (σχετικά με τα μάτια) θόλωση.